- ὑπεκκαίω
- ὑπό-ἐκκαίωburn outaor subj pass 1st sg (doric)ὑπό-ἐκκαίωburn outpres subj act 1st sgὑπό-ἐκκαίωburn outpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκκαίω — ὑπεκκαίω ΝΑ μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», Πλούτ.) αρχ. 1. καίω κάτι από κάτω 2. καίω κάτι σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * … Dictionary of Greek
υπέκκαυσις — αύσεως, ἡ, Μ [ὑπεκκαίω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεκκαίω … Dictionary of Greek
εκτύφω — ἐκτύφω (Α) 1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω* φλέγω 2. υποδαυλίζω, 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.) … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
υπέκκαυμα — αύματος, τὸ, Α [ὑπεκκαίω] 1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα 2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα 3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα … Dictionary of Greek
υπεκκαύστρια — ἡ, Α (για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ ις) + κατάλ. τρία (πρβλ. κτίσ τρια)] … Dictionary of Greek
υπεκτύφω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεκκαίω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκτύφω «καίω σε σιγανή φωτιά»] … Dictionary of Greek